ἐπαγγελία

ἐπαγγελία
ἐπαγγ-ελία, ,
A command, summons, Plb.9.38.2.
b announcement, notice, IG22.1235.7 (iii B.C.);

τοῦ ἀγῶνος SIG561.9

([place name] Chalcis), prob. in LXX 1 Ma.10.15; v.l. in 1 Ep.Jo.1.5.
2 as law-term, ἐ. (sc. δοκιμασίας) summons to attend a δοκιμασία τῶν ῥητόρων (v.

ἐπαγγέλλω 3

),

ἐ. τινὶ ἐπαγγέλλειν Aeschin.1.64

, cf. 81;

πρὸς τοὺς θεσμοθέτας ἔσθ' ἡμῖν ἐ. D.22.29

: generally, notification, summons, Sammelb. 4434 (ii A.D.).
3 offer, promise, profession, undertaking, D.21.14;

τὰς ὑπερβολὰς τῶν ἐ. Arist.EN1164a29

, cf. Phld.Herc.1251.20;

ἐπαγγελίας ποιεῖσθαί τινι Plb.1.72.6

; ἐν ἐν ἐπαγγελίᾳ καταλιπών having left it as a promise, Id.18.28.1; τὴν ἐ. ἐπὶ τέλος ἀγαγεῖν ibid., cf. SIG577.11 (Milet., iii/ii B. C.); ὤμων ἐπαγγελίᾳ the promise of his shoulders, Philostr.Im.1.4; ἐξ ἐ., = ἐπαγγειλάμενος, BCH11.12 ([place name] Lagina);

ἐ. ποιησάμενος ἐκ τῶν ἰδίων Michel473.10

([place name] Mylasa);

ἐβεβαίωσεν τὴν ἐ. Inscr.Prien.123.9

, cf. GDI3624a34 ([place name] Cos).
4 indication,

τοῦ ἐσομένου A.D.Synt.205.13

.
5 pl., canvassing, = Lat. ambitus, prob. f.l. for παρ-, Plu.2.276d.
6 = ἐπάγγελμα 2, subject of a treatise, Gal.Libr.Propr.Prooem.
7 the curative property claimed for prescriptions or drugs, ταῖς τῶν φαρμάκων ἐ. their advertised properties, Herod.Med. ap. Orib.10.5.1, cf. Gal.13.504,al.; ἐ. ἐπιτηδεύματος public exercise of a profession, Men.Prot.p.1D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπαγγελία — ἐπαγγελίᾱ , ἐπαγγελία command fem nom/voc/acc dual ἐπαγγελίᾱ , ἐπαγγελία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγελία — η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι] 1. υπόσχεση, διαβεβαίωση 2. φρ. «γη τής επαγγελίας» η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «δημόσια επαγγελία» δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαγγελίᾳ — ἐπαγγελίαι , ἐπαγγελία command fem nom/voc pl ἐπαγγελίᾱͅ , ἐπαγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγγελία — η 1.υπόσχεση, διαβεβαίωση, λόγος τιμής: Οι προεκλογικές επαγγελίες δεν τηρούνται πάντα. 2. φρ., «γη της επαγγελίας», α. η χώρα που υποσχέθηκε ο Θεός στους Εβραίους, η Χαναάν. β. κάθε εύφορη και πλούσια σε αγαθά χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγγελίας — ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία command fem acc pl ἐπαγγελίᾱς , ἐπαγγελία command fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελίαι — ἐπαγγελία command fem nom/voc pl ἐπαγγελίᾱͅ , ἐπαγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελίαν — ἐπαγγελίᾱν , ἐπαγγελία command fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эпаггелия —    • Έπαγγελία,          называлось в Афинах высказанное в народном собрании, иногда подкрепленное клятвою заявление о желании начать против кого нибудь уголовный процесс (δοκιμασίαν τινι επαγγέλλειν) особенно против ораторов и государственных… …   Реальный словарь классических древностей

  • ἐπαγγελιῶν — ἐπαγγελία command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελίαις — ἐπαγγελία command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγγελίης — ἐπαγγελία command fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”